Οι άνθρωποι με άνοια έχουν αρκετές δυσκολίες στην επικοινωνία. Οι αλλαγές στις ικανότητες παραγωγής και κατανόησης του λόγου διαφέρουν στην φύση και έκτασή τους και εξαρτώνται από τον τύπο άνοιας και το στάδιο της ασθένειας. Ενώ η ακριβής πρόοδος της ασθένειας διαφέρει από άτομο σε άτομο υπάρχουν κάποια «βήματα» που είναι κοινά μεταξύ των διαφορετικών συνθηκών και σταδίων.
Αρχικά, οι άνθρωποι με άνοια συχνά έχουν δυσκολίες στο να βρουν τη σωστή λέξη στον σωστό χρόνο (“anomie”) και συχνά χρησιμοποιούν άλλες άσχετες λέξεις που έχουν όμως φωνολογική ομοιότητα (όσον αφορά τον ήχο) ή σημασιολογική ομοιότητα (όσον αφορά τη σημασία). Μερικές φορές ο λόγος φαίνεται να είναι μπερδεμένος και να περιέχει λάθος εκκίνηση (ξαφνικά σταματήματα ή αλλαγές στο θέμα). Αυτό προκύπτει από τη δυσκολία συγκράτησης αυτού που το άτομο θέλει να επικοινωνήσει ενώ η συνειδητή σκέψη επεξεργάζεται γλωσσικά. Το άτομο μπορεί να βιώνει αυξημένο εκνευρισμό. Επιπλέον, το άτομο μπορεί να έχει δυσκολία στο να καταλαβαίνει γρήγορους και σύνθετους διαλόγους ανάμεσα σε αρκετούς ανθρώπους ειδικά αν υπάρχει και θόρυβος. Μπορεί να υπάρχουν επίσης δυσκολίες στο γράψιμο (αναδιπλασιασμός και/ή παράλειψη γραμμάτων, επικάλυψη και/ή αραίωση των γραμμάτων της ίδιας λέξης κ.α.
Όσο εξελίσσεται η άνοια, τα προβλήματα λόγου γίνονται πιο μεγάλα και η γλώσσα γίνεται ασαφής. Οι δυσκολίες στο πραγματικό και σημασιολογικό επίπεδο αυξάνονται σημαντικά. Σε αυτό το στάδιο, το λεξιλόγιο γίνεται όλο και πιο περιορισμένο. Το άτομο χρειάζεται πιο πολύ χρόνο πριν μιλήσει και μερικές φορές επαναλαμβάνει την ίδια λέξη ξανά και ξανά. Το άτομο μπορεί να καταφύγει σε λέξεις passe-partout («το αυτό») ή αντωνυμίες («το») αφήνοντας τον συνομιλητή χωρίς στοιχεία για το τι θέλει να πει προκαλώντας εκνευρισμό και στο ίδιο το άτομο και στους φροντιστές. Το άτομο έχει δυσκολία στην κατανόηση καθημερινών συζητήσεων και στην ακολούθηση σύνθετων οδηγιών όπως το «Πριν έρθεις στο τραπέζι, πλύνε τα χέρια σου» ή και πιο απλές οδηγίες. Η κατανόηση μεταφορών (όπως στα αγγλικά το “I feel blue” και στα ελληνικά «Πέτρινα χρόνια») γίνεται όλο και δυσκολότερη όπως επίσης και η κατανόηση γραπτών μηνυμάτων. Ακόμα και η εκφραστική πλευρά της μη-λεκτικής επικοινωνίας χειροτερεύει: οι χειρονομίες που συνοδεύουν τις λέξεις δεν είναι πάντα αρμονικές, η προσωδία γίνεται μονότονη ή μερικές φορές δεν σχετίζεται με το συναισθηματικό περιεχόμενο του μηνύματος. Παρ’όλα αυτά η αποκωδικοποίηση των χειρονομιών, η συναισθηματική προσωδία και οι εκφράσεις του προσώπου του συνομιλητή είναι σχετικά καλές.
Στα τελευταία στάδια, οι ασθενείς χάνουν την ικανότητα του λόγου. Το άτομο γίνεται λακωνικό και μιλά μόνο εάν παρακινηθεί με συχνά στερεοτυπικές απαντήσεις. Το άτομο επαναλαμβάνει τις προτάσεις που άκουσε ή αυτές που είπε (“echolalia”). Μερικές φορές το άτομο ψιθυρίζει μόνο μία ή δύο συλλαβές. Τελικά το άτομο μπορεί να γκρινιάζει ή να ουρλιάζει και στη συνέχεια να μείνει βουβό. Η προφορική κατανόηση επηρεάζεται σοβαρά και το γράψιμο και το διάβασμα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν πλέον. Ακόμα και η μη-λεκτική επικοινωνία μειώνεται σημαντικά: υπάρχει αδράνεια, το πρόσωπο στερείται έκφρασης και η συναισθηματική οπτική επαφή με τον συνομιλητή είναι δύσκολη.